Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Ας θυμηθούμε

Αλήθεια είναι, η εμπειρία δεν μεταδίδεται, δεν μεταφέρεται, δεν μεταγγίζεται, παρα αποκτιέται και τότε μόνο μετρά γιατί παράγει δράση και συναίσθημα και μετακίνηση. Γιατί εμπειρία είναι αυτό που ζεις.
Και τώρα ο καθένας απο μας ζει τη δική του ατομική εμπειρία κάτω απο έναν καλά μεθοδευμένο, κι επιστημονικά “φορεμένο” φόβο, ζει ένα βάρος ασήκωτο και άγνωστο για το οποίο δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, ζει την προσωπική του παραλυσία, γιατί ο καθένας κάνει αναφορά στα χαρακτηριστικά της δικής του ζωής. Η βασική σύγκριση δηλαδή γίνεται αυτοματοποιημένα και πάντα στις ατομικές και οικογενειακές σταθερές, μέσα στο πρωτογενές σύστημα.
Όμως επειδή ακριβώς πρόκειται για τον τρόμο μπροστά στο ίδιο αδιέξοδο κι επειδή άλλωστε η επιστημονικότητα με τη βοήθεια της οποίας αυτός προκλήθηκε, κατάφερε πολύ νωρίς να παρασύρει έναν “κρίσιμο αριθμό”, εύλογα και εύκολα,το αποτέλεσμα ήταν μια γενικευμένη παραλυσία.
Σαν μέσα σε ένα κλειστό κέλυφος ο τόπος μου, 2 χρόνια τώρα, σχεδόν λεπρός για τα υπόλοιπα μέρη του συστήματός του (;) -την άλλη Ευρώπη, ζει τη δική του Σπιναλόγκα, βυθιζόμενος ολοένα και πιο πολύ, αφού πρώτα, αυτοί που ανέλαβαν να παίρνουν αποφάσεις, μετέτρεψαν εύκολα την ενέργειά του απο κινητική σε δυναμική και πάλι κινητική, με φορά προς τα κάτω.
Έτσι, το κέλυφος ζει τα αποτελέσματα της δικής του διάδρασης, αναπαράγοντας νέο τρόμο, νέα παραλυσία, νέα απογοήτευση, νέο αδιέξοδο -και καθώς άλλωστε οι απο πάνω μεθοδικά συνεχίζουν να ρίχνουν απο μια τρύπα, νέες απειλές, νέους φόβους, νέες φθορές.
Και τώρα;
Ας θυμηθούμε.
Ο καθένας τις δικές του εμπειρίες, τα προσωπικά του επιτεύγματα.
Μας φαίνονται μικρά, υποτυπώδη, ασήμαντα;
Ας θυμηθούμε.
Πρώτα πρώτα το βασικό μας κατόρθωμα: Να βγούμε υγιείς απ την κοιλιά της μάνας μας!
Ούτε που μπορούμε να συλλάβουμε τι κόπος και τι πόνος χρειάστηκε γι αυτό -όλες οι μανούλες βέβαια, συζητάνε το δικό τους μαρτύριο για τη γέννα μας, όμως υπάρχουν ακριβείς επιστημονικές μελέτες που διηγούνται το αντίθετο (μεταξύ μας, ο δικός μας ήταν μεγαλύτερος).
Και μετά, πόσες και ποσες φορές απο τότε που γεννηθήκαμε δεν χρειάστηκε να τα βάλουμε με θεούς και δαίμονες για να καταφέρουμε να ζήσουμε;
Πόσες πληγές κι απειλητικά για τη ζωή μας γεγονότα -οχι όπως το γυμνό μάτι των άλλων εκτίμησε, αλλά όπως η δική μας ψυχούλα έζησε, δεν χρειάστηκε ν' αντιπαρέλθουμε, αναπτύσσοντας έναν θαυμαστό μηχανισμό επιωβίωσης;
Ας θυμηθούμε.
Όταν ο γείτονας έβαζε φόλα στο σκυλάκι μας, όταν ο μπαμπάς κουρασμένος μας τρόμαζε, η μαμά για το καλό μας μας απειλούσε, ο δάσκαλος μας πρόσβαλλε, ο φίλος μας πρόδινε, ο συμμαθητής μας ζούσε με μιαν αδιάφορη θεία γιατί οι γονείς του ήταν μετανάστες στη Γερμανία, το σκοτάδι μας τρόμαζε..
Και μετά και μετά και μετά μεγαλώσαμε..
Και μετά, μέσα σ' ένα κράτος, λίγο πολύ, πάντα εχθρικό στον πολίτη του, πόσες και πόσες φορές δεν χρειάστηκε να πέσουμε και να σηκωθούμε απ την αρχή, να “το πάρουμε” αλλιώς, να βρούμε λύσεις, να κατασκευάσουμε νέες άγκυρες, να συνεχίσουμε.
Ας θυμηθούμε τους έρωτες, τις μεγάλες μας αγάπες, τα όνειρα που αφήσαμε μισά και τ' αλλα που πραγματοποιήσαμε, ας θυμηθούμε πόσες φορές περάσαμε δια μέσου των πόνων μας, ας θυμηθούμε και τις μικρές και τις μεγάλες μας χαρές, τους μικρούς και τους μεγάλους θριάμβους μας, ας τους επανεκτιμήσουμε.
Κοντολογίς, ας θυμηθούμε ποιοί είμαστε και πως πάντα τα καταφέραμε!
Μπορεί να έχει μια σημασία τώρα αυτό;
Μα απο τι πρωτίστως εξαρτάται η βιωσιμότητα ενός συνόλου, αν οχι απο την βιωσιμότητα των μεμονωμένων μελών του;
Και πώς μπορεί ν' αλλάξει η φορά της κίνησης και το είδος της ενέργειάς του, αν τα ίδια τα μέλη δεν παράγουν ενέργεια;
Βεβαίως, το περιβάλλον -ο,τι βρίσκεται έξω απ τον ατομικό μας ορίζοντα, μας επηρεάζει.
Είναι άλλο όμως το να επηρεαζόμαστε και να ανταλλασσόμαστε κι άλλο να ταυτιζόμαστε.
Και για να μην ταυτιστούμε με το πρόβλημα και με μιαν α-σθενική νοοτροπία ελέγχου και πτώσης θα πρέπει πρώτα να ανακτήσουμε και να ενισχύσουμε το δικό μας σθένος.
Έτσι ίσως μπορέσουμε και να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας τις δικές μας απ τις δικές τους ευθύνες και πως αν μας αφορά μια κρίση, αν δηλαδή μια κρίση είναι δική μας, αυτή είναι μια κρίση ήθους, ευγένειας, κατανόησης, αρχών και ελλείματος επαγρύπνισης. Τα υπόλοιπα είναι δικά τους.
Δεν γίνεται να μας οδηγούν, μέσα απο μια ψυχολογική (και οχι μόνο) καταστολή σε μια ταύτιση με το δικό τους πρόβλημα (απο το οποίο πρώτοι θα βγουν μόλις φανεί η πρώτη χαραμάδα με φως, γιατί πρώτοι αυτοί θα την εκμεταλευτούν- αν δεν εκμεταλεύονται ήδη το ίδιο το πρόβλημα) και ταυτόχρονα σε μια βαθιά ενοχή και συνενοχή.
Είναι ανάγκη να θυμηθούμε την προσωπική αλλά και τη συλλογική μας ιστορία -αυτή με την οποία έχουμε δική μας εμπειρία και είναι ανάγκη να το κάνουμε μόνοι, γιατί είμαστε μόνοι -και μάλιστα απο την πρώτη ώρα της υποτιθέμενης κρίσης.
Μπροστά στην πιο ύπουλη βία, χρειαζόμαστε την πιο ακλόνητη στήριξη, μια πάκτωση, κι αυτή βρίσκεται μέσα μας κι ανάμεσά μας.
Το λέει η μηχανική, το λέει η φυσική, το λέει η ψυχή μας, το λέει και το σύνταγμά μας στο ακροτελεύτιο άρθρο του.
Ακόμα κι αν δεν το θυμάται πια κανείς -αυτό, αλλά και τα υπόλοιπα...

Φρόσω Παπαδοπούλου

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Κόκκινες παπαρούνες

Αγαπημένα μου εγγόνια,

αποφάσισα να σας γράψω πρωθύστερα, γιατί αυτή την εποχή συμβαίνει ό,τι πιο ανεξήγητο έχω ζήσει. Η ζωή βέβαια, είναι γεμάτη απο εκπλήξεις και αντιφάσεις, όμως πάντα έλεγα, πως δεν υπάρχει “εξίσωση που να μη βγαίνει”. (Αυτό είναι μια τόσο συνηθισμένη μου έκφραση, που πιθανώς ήδη να την έχετε ακούσει απ τους γονείς σας, τα παιδιά μου δηλαδή, που τώρα που σας γράφω, είναι μικρά, στην ηλικία σας υποθέτω). Μπορεί δηλαδή να μην είναι πάντα άμεσα και κατανοητά τα πράγματα μ' έναν τρόπο καθαρό και γραμμικό, όμως αποκλείεται να μην εξηγούνται. Κι ακόμα πάντα ισχυριζόμουν, πως όπου υπάρχουν ανθρώπινα προβλήματα, υπάρχουν και ανθρώπινες λύσεις και πως το ίδιο το πρόβλημα εμπεριέχει τη λύση του (υποθέτω πως μ' αυτό το τελευταίο θα σας ζαλίζουν οι γονείς σας, ιδιαίτερα όταν διαβάζετε τα μαθηματικά σας -αν κάνετε ακόμα μαθηματικά, γιατί τους το λέω συνέχεια).
Λοιπόν, αυτή την περίοδο, στη χώρα μας, συμβαίνουν περίεργα πράγματα που θέλουν να καταρρίψουν και τις δυο αυτές πεποιθήσεις μου (ομολογώ, απο τις πιο ισχυρές μου).
Ξέρω πως ίσως όταν θα είστε ενήλικες, μπορεί και να είναι στη διάθεσή σας η ιστορία και αυτών των χρόνων, ως ιστορία της πρόσφατης Ελλάδας. Δεν είναι πως αμφισβητώ τους ιστορικούς του μέλλοντος, όμως σ' αυτή τη χώρα, οι εξακριβώσεις συνήθως αργούν πολύ κι οι διαφάνειες μπάζουν. Άλλωστε, θέλω να σας αφήσω μια μαρτυρία ζωντανή, τη στιγμή που συμβαίνει -και μάλιστα απ' την γιαγια (!) που, πιθανώς τότε, αν ζει, να τα 'χει κάπως χαμένα και να μην μπορεί να υπερασπίσει τη δική της αλήθεια.

Είναι απίστευτο το τι συμβαίνει στο 2011!
Συζητήσεις, αναλύσεις, αγωνίες, απόψεις, διαφωνίες, συμφωνίες, εξηγήσεις, λόγια λόγια λόγια και να μην οδηγούν πουθενά. Τίποτα.
Το μόνο που αληθινά συμβαίνει είναι στην κάθε καινούργια μέρα που ξημερώνει, να μειώνονται τα έσοδα, να αυξάνονται οι φόροι και να παραλύουν κι άλλο οι άνθρωποι. Μα κάθε μέρα; Ναι, κάθε μέρα!
Διάβασα κάποτε τόσα πολλά παραμύθια στους γονείς σας, ξέρετε, συνηθισμένα παραμύθια με κακούς και καλούς πρίγκηπες και βασιλιάδες, και η διάκριση απο το πιο βαθυστόχαστο εως το πιο απλοΐκό, ήταν πάντα, στο αν έβαζαν ή οχι πολλούς φόρους και πόσο δίκαιοι ήταν με το λαό τους. Ούτε ένα παραμυθάκι, πιστέψτε με, δεν ανέφερε κάπου, οτι ο βασιλιάς κάθε μέρα που ξυπνούσε, μείωνε κι άλλο τα έσοδα των ανθρώπων απ τις δουλειές τους και έβαζε νέους φόρους. Στα παραμύθια εκείνα βέβαια, όλοι οι άνθρωποι είχαν μια δουλειά. Κι ακόμα, στα παραμύθια εκείνα, οι “βασιλιάδες”, όταν η χώρα τους αντιμετώπιζε κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα, προσπαθούσαν να το λύσουν μόνοι τους και δεν φώναζαν άλλους “βασιλιάδες” να τους διαφεντεύουν, ούτε χάριζαν τη χώρα τους σε ξένους, παρα την υπεράσπιζαν, καμιά φορά μάλιστα με τη ζωή τους. Έτσι ξεχώριζαν οι κακοί απ τους καλούς, οι ανεύθυνοι απ τους υπεύθυνους, οι άτιμοι απ τους έντιμους, οι δειλοί απ τους γενναίους, οι ηλίθιοι απ τους γνωστικούς, οι προδότες απ τους πιστούς, οι φανφαρόνοι απ τους σεμνούς και μόνον έτσι. Στα παραμύθια εκείνα επίσης, όταν καμιά φορά, οι άνθρωποι που υπέφεραν απ τους κακούς, άλλο δεν άντεχαν και ξεσηκώνονταν για να τους διώξουν, το έκαναν αποφασισμένα και ενωμένα, γιατί κατάφερναν να συμφωνήσουν στο ελάχιστο και στο αυτονόητο. Κι αυτό συνέβαινε, γιατί ακόμα μπορούσαν να αναγνωρίσουν το σημαντικό, να αξιολογήσουν τις ανάγκες τους, να σεβαστούν ο ένας τον άλλο, να χαρούν στην χαρά του, να πονέσουν στον πόνο του, να τον βοηθήσουν όταν είχε ανάγκη, μπορούσαν δηλαδή να επικοινωνούν και να συνδέονται μεταξύ τους.
Τώρα παιδιά μου, δεν γίνεται αυτό.
Για να καταλάβετε, τώρα οι άνθρωποι είναι πολύ πολύ μόνοι, κοιτάζουν καχύποπτα ακόμα και τη σκιά τους, δεν χαίρονται να πιουν ένα κρασί με τους φίλους τους -ίσως και να μην έχουν φίλους, ούτε ευχαριστιούνται τον καφέ τους, βαριούνται να ερωτευτούν -καλά καλά δεν φλερτάρουν πια και δεν έχουν καν διάθεση να συνουσιαστούν (!), δεν κοιμούνται ήσυχα, δεν χαίρονται που υπάρχουν, δεν τραγουδούν, δεν ονειρεύονται, δεν ελπίζουν.
Μόνο φοβούνται και σιωπούν -καμιά φορά γκρινιάζουν κι όλας.
Αλλά λόγος καθαρός και συγκροτημένος δεν ακούγεται, μόνο ένας συγκεχυμένος βόμβος.
Ίσως πάλι και να βλέπουν πως κάθε τους φροντίδα και επένδυση για να διασφαλίσουν τα μελλούμενα καταρρίπτεται κι αυτό είναι μεγάλο σοκ. Να διαπιστώνει κανείς πως ουσιαστικά δεν μπορεί να προλάβει το μέλλον του και πως οι δρόμοι που διάλεξε να ξοδέψει την ζωντανή ουσία του, ήταν οφθαλμαπάτη, όπως και να το κάνουμε, είναι δύσκολο. Χρειάζεται επαναπροσδιορισμό στη βάση του. Πράγμα που προυποθέτει να ξαναβρεθεί η βάση.
Μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή να πλέει μες το φόβο κι η κάθε μέρα να διαφέρει απο την προηγούμενη ως προς το χειρότερο;
Ε αυτό ζούμε τώρα.
Ξαφνικά όλα έγιναν δεύτερα και κανείς δεν θυμάται τα πρώτα.

Οφείλω φυσικά να σας πω, πως κι εγώ με τη σειρά μου, όταν ήμουν στην ηλικία σας, άκουσα πολλές ιστορίες φτώχιας, πολέμων και δυστυχίας απ τις δικές μου γιαγιάδες (είχα δυο υπέροχες γιαγιάδες, να το ξέρετε). Όμως τα χρόνια πέρασαν κι αυτές μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα στις δυσκολίες τους και τους ξεριζωμούς τους, να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά με αξιοπρέπεια και με μιαν αγωνία πάντα, αυτά να ζήσουν καλύτερα απ τις ίδιες. Και τα κατάφεραν.
Γιατί αυτό είναι το σωστό. Τα πράγματα να καλυτερεύουν, όχι να χειροτερεύουν.
Η ζωή, να μη στρέφεται ποτέ εναντίον της ζωής.
Αλλιώς, γίνεται βαθύ σκοτάδι. Και στα βαθιά σκοτάδια επιβιώνουν μόνον οι κατσαρίδες, οι αρουραίοι κι οι λίγοι, ανελέητοι έμποροι.
Κι αυτό θέλουν να γίνει τώρα: να επιβιώσουν αυτοί κι όλοι οι άλλοι, οι πολλοί, να σιγοπεθάνουμε μέσα σε μια αργή, σταθερή και σταδικακά αυξανόμενη φρίκη.
Βεβαίως η ζωή θα συνεχίσει και χωρίς τη δική μας μελαγχολία.
Όμως εγώ θέλω να υπάρξετε κι εσείς, τα δικά μου εγγόνια.
Και μάλιστα θέλω, οι γονείς σας να σας μεγαλώνουν έτσι που να έχετε υγεία, ομορφιά, ήθος, παιδεία, χαρά και μια σπουδαία Σκέψη, ικανή να αναλύει, να διεισδύει και να συνδέει τα πράγματα στο βυθό τους.
Για να γίνει αυτό, πρέπει εγώ με κάθε τρόπο, να συνεχίσω να μεγαλώνω περίπου έτσι τους γονείς σας, διατηρώντας ανοιχτό το δικαίωμα στην ευτυχία τους.
Λοιπόν γι αυτό και μόνον γι αυτό, αποφάσισα να μη με παρασύρει το μελετημένο τους σχέδιο.
Λίγα είναι που μπορώ να κάνω σ' αυτή την προοπτική:
Να συνεχίσω να χαίρομαι το δώρο της ζωής αξιοποιώντας το σε κάθε ταιριαστή μου κατεύθυνση και να φροντίζω συνεχώς για το Μεταξύ, το Με και το Μαζί.
Μάλλον τίποτ' άλλο.
Όμως αυτά τα λίγα, θα τα κάνω καλά: με αγάπη κι εμπιστοσύνη -στον εαυτό μου, στους συνανθρώπους μου και στην ίδια τη ζωή.
Κι ακόμα κι αν με νικήσουν, τη στιγμή που το σκοτάδι τους θα με καταπίνει για πάντα, εγώ θα συνεχίσω να σας κοιτώ όπως σας ονειρεύτηκα, λαμπερούς και ελεύθερους ανθρώπους, να, αυτές οι κόκκινες παπαρούνες, τα δικά μου εγγόνια..!

σας γλυκοφιλώ, η γιαγιά Φρόσω



ΥΓ.
Εύχομαι το γράμμα μου να σας βρει στην Ελλάδα





(Φρ. Παπαδοπούλου)